- ἐξερχομένων
- выходящих
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξερχομένων — ἐξέρχομαι go pres part mp fem gen pl ἐξέρχομαι go pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
σύγκλεισμα — τὸ, Α [συγκλείω] αυτό που περικλείει κάτι («ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀναμέσον ἐξερχομένων λέοντες καὶ βόες», ΠΔ) … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek